Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απρόσφορος
1 εγγραφή
απρόσφορος -η -ο [aprósforos] Ε5 : που δεν είναι κατάλληλος για κτ., που δεν ευνοεί τη δημιουργία ή την εξέλιξη μιας κατάστασης ή μιας διαδικασίας. ANT πρόσφορος: Οι κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής μας είναι απρόσφορες για την ανάπτυξη χειμερινού τουρισμού. Tο έδαφος είναι σήμερα απρόσφορο για διαπραγματεύσεις, δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες. || ασύμφορος: Οι όροι που έθεσε θεωρήθηκαν απρόσφοροι και δεν έγιναν δεκτοί.

[λόγ. < ελνστ. ἀπρόσφορος, αρχ. σημ.: `επικίνδυνος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες