Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απρόσοδος
1 εγγραφή
απρόσοδος -η -ο [aprósoδos] Ε5 : (οικον.) που δεν αποφέρει προσόδους: Aπρόσοδη επένδυση.

[λόγ. < ελνστ. ἀπρόσοδος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες