Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απροσκύνητος
1 εγγραφή
απροσκύνητος -η -ο [aproskínitos] Ε5 : 1.ANT προσκυνημένος. α. για άτομο ή για λαό που δεν προσκύνησε αφέντη, που αντιστάθηκε και έμεινε αδούλωτος: Οι κλέφτες έμειναν απροσκύνητοι, δεν αναγνώρισαν την τουρκική εξουσία. β. χαρακτηρισμός ανθρώπου που δε συμβιβάζεται και που αντιδρά στην αυθαιρεσία της εξουσίας. 2. που δεν τον προσκύνησαν ή που δεν τον έχουν προσκυνήσει1.

[ελνστ. ἀπροσκύνητος (στη σημ. 2)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες