Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απροσκάλεστος
1 εγγραφή
απροσκάλεστος -η -ο [aproskálestos] Ε5 : απρόσκλητος: Πήγε ~ στο γάμο.

[α- 1 προσκαλεσ- (προσκαλώ) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες