Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απροίκιστος -η -ο [apríkistos] Ε5 : 1.για γυναίκα που δεν την προίκισαν, που δεν της έδωσαν προίκα: Άφησε τα κορίτσια του απροίκιστα. || (ειρ. ή πειραχτικά) για άντρα που παντρεύτηκε ή που πρόκειται να παντρευτεί, χωρίς να διαθέτει κάποια περιουσία από γονική παροχή. 2. που δεν είναι προικισμένος με κάποιο φυσικό χάρισμα.
[α- 1 προικισ- (προικίζω) -τος]



