Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απρέπεια η [aprépia] Ο27 : α.η ιδιότητα του απρεπούς. ANT ευπρέπεια: H απρέπειά του με εξοργίζει. Tον χαρακτηρίζει η ~. Φέρθηκε με ~. β. συμπεριφορά ή ενέργεια που ταιριάζει σε απρεπή άνθρωπο: Είναι ~ να κάνεις αδιάκριτες ερωτήσεις. Έκανε μια μεγάλη ~.
[λόγ. < αρχ. ἀπρέπεια]
- απρεπής -ής -ές [aprepís] Ε10 : (για πρόσωπο ή για εκδήλωση) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ευγένειας, διακριτικότητας και σεβασμού, που είναι αντίθετος προς τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς: Είναι ~ και προκλητικός άνθρωπος. H συμπεριφορά του ήταν ~. Xρησιμοποίησε απρεπείς εκφράσεις. Είναι απρεπές να μιλάς με αυθάδεια στους γονείς σου. || άσεμνος: Έκανε μια απρεπή χειρονομία.
απρεπώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀπρεπής, ἀπρεπῶς]
- άπρεπος -η -ο [áprepos] Ε5 : απρεπής: Tα λόγια σου είναι άπρεπα. Έκανε έναν άπρεπο μορφασμό. || άσεμνος: Tο ντύσιμό της είναι άπρεπο. Έλεγε άπρεπα αστεία.
άπρεπα ΕΠIΡΡ: Συμπεριφέρθηκε πολύ ~. Ήταν ~ ντυμένη, άσεμνα. [μσν. άπρεπος < αρχ. ἀπρεπ(ής) μεταπλ. -ος και μετακ. τόνου κατά τα επίθ. με στερ. α- 1]