Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απραγματοποίητος -η -ο [apraγmatopíitos] Ε5 : 1.που δεν πραγματοποιήθηκε: Όλες οι επιθυμίες και τα όνειρα που έκανε για τη ζωή του έμειναν απραγματοποίητα, ανεκπλήρωτα. Tα σχέδια για οικονομική ανάπτυξη των ορεινών περιοχών έχουν μείνει έως σήμερα απραγματοποίητα. 2. που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, που είναι ανέφικτος. ANT πραγματοποιήσιμος: Mη βάζεις στόχους απραγματοποίητους.
[λόγ. α- 1 πραγματοποιη- (πραγματοποιώ) -τος]



