Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αποχωρώ [apoxoró] Ρ10.9α : 1.απομακρύνομαι, φεύγω από ένα χώρο ή τόπο: Όταν έρχεται κάποιος φίλος μου, η μητέρα αποχωρεί διακριτικά από το δωμάτιο. Έφτασε τελευταίος στη συγκέντρωση και αποχώρησε πρώτος. Οι δύο ομάδες αποχώρησαν ισόπαλες από το γήπεδο. || φεύγω από κάπου, επειδή αρνούμαι να συμμετάσχω σε κάποια διαδικασία: Aποχώρησε από την αίθουσα συνεδριάσεων, επειδή διαφώνησε για διαδικαστικά θέματα. 2α. παύω να συμμετέχω σε κτ., να αποτελώ μέλος ενός οργανισμού, μιας ένωσης: H Ελλάδα είχε αποχωρήσει από το στρατιωτικό σκέλος του NATΟ το 1974. β. διακόπτω μια δραστηριότητα, εγκαταλείπω έναν τομέα δουλειάς και δράσης· αποσύρομαι: Aποχώρησε από την ενεργό υπηρεσία πολύ νέος / λόγω ηλικίας.
[λόγ. < αρχ. ἀποχωρῶ]