Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποχωρισμός
1 εγγραφή
αποχωρισμός ο [apoxorizmós] Ο17 : I.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποχωρίζω, το ξεχώρισμα. II. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποχωρίζομαι, απομάκρυνση, χωρισμός από κπ. ή από κτ. με το(ν) οποίο έχω συναισθηματικό σύνδεσμο: Ο ~ του από την οικογένειά του, όταν έφυγε στο εξωτερικό, ήταν πολύ δύσκολος. H ώρα του αποχωρισμού είναι σκληρή. Tα φιλιά / τα δάκρυα του αποχωρισμού.

[μσν. αποχωρισμός < αποχωρισ- (αποχωρίζω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες