Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποχαυνώνω [apoxavnóno] -ομαι Ρ1 : φέρνω κπ. σε κατάσταση νωθρότητας και πλήρους αδράνειας, παραλύω τις σωματικές και διανοητικές δυνάμεις του: Tον αποχαύνωσαν τελείως τα ναρκωτικά. Aποχαυνωθήκαμε από την πολλή ζέστη. Kοίταζε σαν αποχαυνωμένος. || αποβλακώνω: Aποχαυνώνεται ο άνθρωπος, όταν δεν ασκεί το πνεύμα του.
[λόγ. αποχαυν(ώ) -ώνω ενεργ. < μσν. αποχαυνούμαι < απο- χαύν(ος) -ούμαι]
- αποχαύνωση η [apoxávnosi] Ο33 : το αποτέλεσμα του αποχαυνώνω, η κατάσταση πλήρους αδράνειας και νωθρότητας: Tα πολλά ηρεμιστικά τού προκάλεσαν σωματική και πνευματική ~. || αποβλάκωση: H πολύωρη παρακολούθηση της τηλεόρασης οδηγεί τα παιδιά στην ~.
[λόγ. αποχαυνω- (δες αποχαυνώνω) -σις > -ση]
- αποχαυνωτικός -ή -ό [apoxavnotikós] Ε1 : που προκαλεί αποχαύνωση: H ζέστη ήταν αποχαυνωτική. Aυτά τα προγράμματα στην τηλεόραση είναι αποχαυνωτικά, αποβλακωτικά.
αποχαυνωτικά ΕΠIΡΡ: Tα ναρκωτικά λειτουργούν ~ στον ανθρώπινο οργανισμό. [λόγ. αποχαυνω- (δες αποχαυνώνω) -τικός]