Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποχαιρετώ [apoxeretó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : ΣYN αποχαιρετίζω. 1. χαιρετώ κπ. που αποχωρίζομαι: Aποχαιρέτησε τους γονείς του και έφυγε. Στο σταθμό τον περίμεναν οι φίλοι του για να τον αποχαιρετήσουν. || (πληθ.) για αλληλοπάθεια. || Συγγενείς και φίλοι αποχαιρέτησαν το νεκρό. 2. (μτφ.) εγκαταλείπω οριστικά κτ., αποχωρίζομαι κτ. που αγαπούσα: Aποχαιρέτα τα γλέντια και την ανεμελιά και σοβαρέψου.
[μσν. αποχαιρετώ < ελνστ. ἀποχαιρετ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. αποχαιρετισ-]