Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποφατικός -ή -ό [apofatikós] Ε1 : που αποφάσκει, που δηλώνει άρνηση· αρνητικός. ANT καταφατικός. || (γραμμ.): Aποφατικά μόρια, αρνητικά. Aποφατική πρόταση, που έχει αρνητικό μόριο. || (λογ.): Aποφατική κρίση, που εκφράζει άρνηση, απόκρουση.
αποφατικά ΕΠIΡΡ: Οι συμπλεκτικοί σύνδεσμοι συνδέουν τις προτάσεις καταφατικά ή ~. [λόγ. < αρχ. ἀποφατικός]



