Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποφαντικός
1 εγγραφή
αποφαντικός -ή -ό [apofandikós] Ε1 : που εκφέρει απόφανση, που διατυπώνεται με αξιωματικό, δογματικό τρόπο: ~ λόγος. Aποφαντική κρί ση. H οριστική είναι αποφαντική έγκλιση. αποφαντικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀποφαντικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες