Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποταμιευτής
1 εγγραφή
αποταμιευτής ο [apotamieftís] Ο7 θηλ. αποταμιεύτρια [apotamiéftria] Ο27 : αυτός που αποταμιεύει χρήματα σε τράπεζα ή σε ταμιευτήριο.

[λόγ. αποταμιεύ(ω) -τής· λόγ. αποταμιευ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες