Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτέτοιος
1 εγγραφή
αποτέτοιος -α -ο [apotétxos] αντων. αόρ. (βλ. Ε4) : (προφ.) συνήθ. περιφρονητικά για κπ. ή για κτ., όταν δεν ξέρουμε, όταν μας διαφεύγει ή όταν δε θέλουμε να αναφέρουμε το όνομά του: Ήρθε ο ~. Tι σου είπε η αποτέτοια; Φέρε μου το αποτέτοιο.

[απο- τέτοιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες