Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσυναρμολογώ
1 εγγραφή
αποσυναρμολογώ [aposinarmoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : διαλύω κτ. συναρμο λογημένο.

[λόγ. απο- συναρμολογώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες