Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποσυνάγωγος -η -ο [aposináγoγos] Ε5 : για πρόσωπο που το έχουν αποκηρύξει και απομακρύνει από μια κλειστή ομάδα, όπως διώχνουν κπ. από την εβραϊκή συναγωγή, όταν υποπέσει σε κάποιο σοβαρό παράπτωμα.
[λόγ. < ελνστ. ἀποσυνάγωγος `διωγμένος απ΄ τη συναγωγή΄]



