Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστραγγιστήρας
1 εγγραφή
αποστραγγιστήρας ο [apostrangistíras] Ο2 : αυλάκι ή αγωγός όπου διοχετεύεται το νερό που αποστραγγίζεται.

[λόγ. αποστραγγισ- (αποστραγ γίζω) -τήρ > -τήρας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες