Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποσταθεροποιητικός -ή -ό [apostaθeropiitikós] Ε1 : που συντελεί στην αποσταθεροποίηση: ~ παράγοντας.
αποσταθεροποιητικά ΕΠIΡΡ: Ομάδες που δρουν ~. [λόγ. αποσταθεροποιη- (αποσταθεροποιώ) -τικός]



