Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστήθιση
1 εγγραφή
αποστήθιση η [apostíθisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποστηθίζω, η κατά λέξη μηχανική συνήθ. απομνημόνευση ενός κειμένου: H ~ ταλαιπωρεί το μαθητή χωρίς να του προσφέρει ουσιαστικές γνώσεις. || (ως επιρρ.): Tα μαθήματά του τα μαθαίνει / τα λέει ~, χωρίς να αλλάζει ούτε μία λέξη από το βιβλίο. (έκφρ.) κάνω κτ. ~, το αποστηθίζω: Tη μετάφραση στο μάθημα των αρχαίων την έκανε ~.

[λόγ. αποστηθι- (αποστηθίζω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες