Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστέωση
1 εγγραφή
αποστέωση η [apostéosi] Ο33 : το αποτέλεσμα του αποστεώνομαι. 1. υπερβολικό αδυνάτισμα· αποσκελέτωση*. 2. (μτφ.) πνευματική ακαμψία, αδυναμία ανανέωσης και εξέλιξης: H κυριαρχία του δόγματος στη θρησκεία οδήγησε στην ~ του ανθρωπιστικού της περιεχομένου.

[λόγ. αποστεω- (δες αποστεώνομαι) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες