Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστέρηση
1 εγγραφή
αποστέρηση η [apostérisi] Ο33 : το αποτέλεσμα του αποστερώ, στέρηση ή απώλεια κάποιου αγαθού ή κάποιας ιδιότητας, που θεωρούνται βασικά, απαραίτητα: H ~ των πολιτικών δικαιωμάτων. Συναισθηματική ~, που προκαλείται από την αδυναμία να ικανοποιήσει κάποιος τις συναισθηματικές του ανάγκες. Σύνδρομο αποστέρησης, στερητικό σύνδρομο.

[λόγ. < αρχ. ἀποστέρη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες