Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποστάτης ο [apostátis] Ο10 θηλ. αποστάτρια [apostátria] Ο27 : α.αυτός που αποστατεί, που αποσκιρτά από κάποιο πολιτικό κόμμα ή κάποιο οργανωμένο σύνολο, απαρνούμενος τις αρχές του και προδίδοντας την εμπιστοσύνη των μελών του: Οι βουλευτές που εγκατέλειψαν την κυβερνητική παράταξη και προκάλεσαν την πτώση της κυβέρνησης χαρακτηρίστηκαν αποστάτες. β. (εκκλ.) αρνητής της χριστιανικής πίστης ή της ιεροσύνης: Ο αυτοκράτορας Iουλιανός ονομάστηκε παραβάτης ή ~, γιατί επιχείρησε να επαναφέρει την ειδωλολατρία.
[λόγ. < ελνστ. ἀποστάτης `λιποτάκτης (από το βασιλιά ή από την πίστη)΄· λόγ. αποστά(της) -τρια (πρβ. μσν. αποστατρία)]



