Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσκληρυντικό
1 εγγραφή
αποσκληρυντικός -ή -ό [aposklirindikós] Ε1 : Aποσκληρυντικές ουσίες και ως ουσ. τα αποσκληρυντικά, χημικές ουσίες που αφαιρούν τα άλατα από το νερό, όταν είναι σκληρό.

[λόγ. απο- σκληρύν(ω) -τικός μτφρδ. γερμ. Εnthärtungsmittel]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες