Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποσκίρτηση η [aposkírtisi] Ο33 : εγκατάλειψη μιας πολιτικής συνήθ. οργάνωσης και μεταπήδηση σε άλλη αντίπαλη: Aναμένονται αποσκιρτήσεις βουλευτών από το κόμμα της αντιπολίτευσης.
[λόγ. αποσκιρτη- (αποσκιρτώ) -σις > -ση]



