Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απορρύθμιση
1 εγγραφή
απορρύθμιση η [aporíθmisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απορρυθμίζω: H ~ του κινητήρα / της κρατικής μηχανής.

[λόγ. απορρυθμι- (απορρυθμίζω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. déréglement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες