Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποπροσανατολιστικός
1 εγγραφή
αποπροσανατολιστικός -ή -ό [apoprosanatolistikós] Ε1 : που αποπροσανατολίζει: Aποπροσανατολιστικές ενέργειες / πράξεις / διαδικασίες / συζητήσεις. αποπροσανατολιστικά ΕΠIΡΡ: H παρέμβασή του στη συζήτηση έδρασε ~.

[λόγ. αποπροσανατολισ- (αποπροσανατολίζω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες