Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποξηραντήριο το [apoksirandírio] Ο40 : το όργανο και κυρίως ο τόπος στον οποίο γίνεται αποξήρανση1.
[λόγ. αποξηραν- (αποξηραίνω) -τήριον μτφρδ. γαλλ. sécherie]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. αποξηραν- (αποξηραίνω) -τήριον μτφρδ. γαλλ. sécherie]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |