Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απομονωτισμός
1 εγγραφή
απομονωτισμός ο [apomonotizmós] Ο17 : 1.η κατεύθυνση, η τάση στην εξωτερική πολιτική ενός κράτους να μην αναμειγνύεται καθόλου στις υποθέσεις άλλων κρατών και να μην επιτρέπει την ανάμειξη άλλων στα εσωτερικά του: H περίοδος του απομονωτισμού των HΠA έληξε το 1941. 2. τάση απομόνωσης από το κοινωνικό περιβάλλον: Ο ~ του καλλιτέχνη είναι μύθος, γιατί πάντα επιδιώκει την επαφή με το κοινό.

[λόγ. απομονωτ(ικός) -ισμός μτφρδ. αγγλ. isolationism (-ism = -ισμός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες