Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολυτρωτικός
1 εγγραφή
απολυτρωτικός -ή -ό [apolitrotikós] Ε1 : που έχει σχέση με την απολύτρωση, λυτρωτικός. απολυτρωτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀπολυτρωτικός `για εξαγορά΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες