Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολογισμός
1 εγγραφή
απολογισμός ο [apolojizmós] Ο17 : 1.αναλυτική παρουσίαση των ενεργειών που έχει κάνει κάποιος, ως απόδοση λογαριασμού και ευθυνών για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο έχει διαχειριστεί κτ.: Στη γενική συνέλευση των μελών του σωματείου έγινε ο ~ του απερχόμενου διοικητικού συμβουλίου, η έκθεση πεπραγμένων. Ο ~ του κυβερνητικού έργου κρίνεται θετικός. || (λογιστ.) γενικός λογαριασμός: ~ των εσόδων και εξόδων. Ο ~ της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών εγκρίνεται από τη βουλή. 2. (μτφ.) τελικό αποτέλεσμα: Ο ~ της μάχης ήταν διακόσιοι νεκροί και χιλιάδες τραυματίες. Ο τραγικός ~ των τροχαίων ατυχημάτων του τριήμερου της αργίας είναι τριάντα νεκροί και διακόσιοι τραυματίες.

[λόγ. < ελνστ. ἀπολογισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες