Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολέμητος
1 εγγραφή
απολέμητος -η -ο [apolémitos] Ε5 : (οικ.) που δεν μπορεί να καταπολεμηθεί.

[ελνστ. ἀπολέμητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες