Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκόβω
1 εγγραφή
αποκόβω [apokóvo] -ομαι Ρ αόρ. απόκοψα και απέκοψα, απαρέμφ. αποκόψει, παθ. αόρ. αποκόπηκα, απαρέμφ. αποκοπεί : I1.(λαϊκότρ.) παύω να θηλάζω κπ., απογαλακτίζω: ~ το αρνί. Aπόκοψε το μωρό στους πέντε μήνες. 2. αποκόπτω. II. κόβω εντελώς κτ., τελειώνω το κόψιμο: Άρχισε να κόβει το δέντρο αλλά δεν πρόλαβε να το αποκόψει.

[μσν. αποκόβω < αρχ. ἀποκόπτω μεταπλ. κατά το κόπτω > κόβω (οι σημ. I1, II μσν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες