Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκηρύσσω
1 εγγραφή
αποκηρύσσω [apokiríso] -ομαι Ρ2.2 : 1.απαρνιέμαι και αποδοκιμάζω δημόσια πράξεις, πρόσωπα, ιδέες, πεποιθήσεις: Ο συγγραφέας αποκήρυξε τα προηγούμενα έργα του. Tον αποκήρυξαν οι οπαδοί του. Tον πίεσαν για να αποκηρύξει τις ιδέες του. 2. (νομ.) αρνούμαι την πατρότητα ενός παιδιού, το αποκληρώνω.

[λόγ.: 2: αρχ. ἀποκηρύσσω· 1: σημδ. γαλλ. désavouer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες