Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποκάρωμα το [apokároma] Ο49 : (λογοτ.) η τάση για ύπνο, η υπνηλία και η κατάσταση του βαθιού ύπνου, της νάρκης από κούραση ή από υπερβολική ζέστη· λήθαργος: Tο ~ του καλοκαιριάτικου μεσημεριού.
[αποκαρώ(νω) -μα]