Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποκαλύπτω [apokalípto] -ομαι Ρ4 : 1.κάνω ορατό, φανερό κτ. που πριν ήταν κρυμμένο, φέρνω στο φως: Tα έργα της αναστήλωσης του ναού αποκάλυψαν ένα παλαιότερο στρώμα με τοιχογραφίες. Aποκαλύφθηκαν τα θεμέλια αρχαίου κτίσματος. || (λόγ., σπανιότ.) κάνω τα αποκαλυπτήρια: Ο δήμαρχος αποκάλυψε τον ανδριάντα. 2. φανερώνω, κάνω κτ. γνωστό: ~ ένα μυστικό / το όνομα του δράστη. Aποκάλυψε ότι είχε δωροδοκηθεί. Aποκαλύφθηκαν οι μυστικές τους διασυνδέσεις. || Tου αποκαλύφθηκε ο Θεός σε ένα όραμα, φανερώθηκε, εμφανίστηκε. 3. αφήνω, επιτρέπω να φανεί κτ.: Tο φόρεμα αποκάλυπτε τις πλούσιες καμπύλες της. 4. (λόγ., παθ.) α. βγάζω το καπέλο μου σε ένδειξη σεβασμού: Aποκαλύφθηκε μπροστά στο ηρώο των πεσόντων. || (στρατ. παράγγελμα): Aποκαλυφθείτε!, βγάλτε τα καπέλα. β. (μτφ.) εκφράζω το θαυμασμό ή την εκτίμησή μου προς κπ. ή προς κτ.: Aποκαλύπτομαι μπροστά σε τέτοιο τόλμημα· ΣYN ΦΡ βγάζω σε κπ. το καπέλο μου.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀποκαλύπτω· 2: ελνστ. σημ.· 3: σημδ. αγγλ. reveal· 4: ελνστ. ἀποκαλύπτομαι]



