Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
39 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άρτζι μπούρτζι [árdzi búrdzi] & άρτσι μπούρτσι [ártsi búrtsi] επίρρ. : χωρίς τάξη ή λογική συνοχή, ανάκατα, φύρδην μίγδην: Tα ΄κανες πάλι ~· ΣYN ΦΡ ~ και λουλάς*.
[παλ. σημ.: `κατάλυση των πάντων΄ < μσν. Aρτζιβούριν (από τα αρμεν.) `κατάλυση της νηστείας την Τετάρτη και Παρασκευή της εβδομάδας του Τελώνη και Φαρισαίου΄, με τροπή [v > b] και επανάλ. του [dz] στο δεύτερο μέρος της λ.· αποηχηροπ.: [dz > ts] ]
- καβάντζα η [kavándza] Ο25 : (προφ.) απόθεμα: Πάρε αρκετές μπίρες, για να έχουμε ~.
[ίσως παλ. ιταλ. gavazza `γούλα, υπερβολικό ξεφάντωμα΄ με αποηχηροπ. του αρχικού [g > k] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: γκαμήλα - καμήλα (ή < νότ. ιταλ. διάλ. cav-)]
- καγκάγια η [kaŋkája] Ο25α : (προφ.) υβριστικός χαρακτηρισμός αδύνατης, άσχημης και δύστροπης γυναίκας.
[ίσως ιταλ. (νότ. διάλ.) *gangaglia `μασούρι΄ με αποηχηροπ. του αρχικού [g > k] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: γκαμήλα - καμήλα]
- καμπαρντίνα η [kabardína] & γκαμπαρντίνα η [gabardína] Ο25 : 1. είδος ελαφρού πανωφοριού από αδιάβροχο ύφασμα: Aντρική / γυναικεία ~. 2. είδος μάλλινου ή βαμβακερού υφάσματος με λεία επιφάνεια και με ύφανση που σχηματίζει διαγώνιες γραμμές: Παντελόνι από ~. || (ως επίθ.): Φούστα ~, από καμπαρντίνα.
[γαλλ. gabardin(e) -α και αποηχηροπ. [g > k] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: γκαμήλα - καμήλα]
- κουπαστή η [kupastí] Ο29 : 1. το επάνω μέρος των τοιχωμάτων του καραβιού ή της βάρκας: Aκουμπισμένη στην ~ αγνάντευε το πέλαγος. 2. το επάνω μέρος κάθε προστατευτικού κιγκλιδώματος (σε εξώστη, σκάλα κτλ.).
[ίσως μσν. *εγκωπαστή < *εγκωπασ- (*εγκωπάζω) `τοποθετώ τα κουπιά΄ -τή, θηλ. (κατά το μεριά) του -τός (πρβ. ελνστ. ἔγκωπον `το μέρος του πλοίου όπου στηρίζονται τα κουπιά΄) με αποβ. του αρχικού άτ. φων., αποηχηροπ. [g > k] και τροπή [o > u] κατά το κουπί]
- κουτουρού [kuturú] επίρρ. : συνήθ. στην έκφραση στα ~, απερίσκεπτα, στην τύχη, χωρίς υπολογισμό ή προγραμματισμό: Δεν αγοράζω ποτέ κτ. στα ~. Πυροβόλησε στα ~. Έτσι το ΄πα στα ~. Περπατούσε ~.
[τουρκ. götürü `με συνολική τιμή, με το σωρό΄ με αποηχηροπ. του αρχικού [g > k] αναλ. προς ουσ. με παρόμοια εναλλ.: γκαμήλα - καμήλα (η τροπή [y > u] ίσως μέσω βαλκανικής διαλέκτου, και υποχωρ. αφομ. του πρώτου φων. προς τα ακόλουθα)]
- μπαγαπόντης ο [baγapóndis] Ο11 θηλ. μπαγαπόντισσα [baγapóndisa] Ο27α & παγαπόντης ο [paγapóndis] Ο11 θηλ. παγαπόντισσα [paγapón disa] Ο27α & μπαγαμπόντης ο [baγabóndis] Ο11 θηλ. μπαγαμπόντισσα [baγabóndisa] Ο27α : (οικ.) άνθρωπος πονηρός, κατεργάρης ή απατεώνας: Tον ξεγέλασε ο ~ και του πήρε τα λεφτά.
[μπαγαμπ-: ιταλ. vagabond(o) `που περιπλανιέται, δε δουλεύει, άχρηστος΄ -ης κατά το κατεργάρης > βαγαμπόντης > μπ- από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ.: [ton-v > tomv > tomb > tom-b] · μπαγαπ-: < μπαγαμπόντης με ανομ. ηχηρ. [b-b > b-p] · παγαπ-: αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα· μπαγαπόντ(ης), παγαπόντ(ης), μπαγαμπόντ(ης) -ισσα]
- μπαγκανότα η [baŋganóta] & παγκανότα η [paŋganóta] Ο25 : τραπεζογραμμάτιο. || (ειδικότ.) παλαιά (ως τις αρχές του αιώνα μας) χάρτινη τουρκική λίρα.
[ιταλ. banconota `τραπεζογραμμάτιο΄ ( [o > a] κατά τη λ. μπάνκα) < αγγλ. bank note· αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα]
- μπάντα 1 η [bánda] & πάντα η [pánda] Ο25α : 1α. (προφ.) η καθεμιά από τις πλευρές ενός πράγματος: H μία / η άλλη ~. ΦΡ έχω / βάζω / αφήνω κτ. στην ~: α. το παραμερίζω ή αδιαφορώ γι΄ αυτό και με επέκταση το κρατώ για μελλοντική χρήση. β. (για χρήματα) αποταμιεύω: Έχει κάτι στην ~ για να παντρέψει την κόρη του. κάνω / είμαι στην ~, παραμερίζω, πηγαίνω στην άκρη ή αδιαφορώ, παύω να ασχολούμαι με κτ., ιδίως με τα κοινά. βάζω κπ. στην ~, τον παραγκωνίζω. β. (σπάν.) ακραία ή απόμερη θέση. 2. είδος υφαντού ή κεντήματος για τοίχο: Πάνω από το ντιβάνι υπήρχε μια ~.
[ιταλ. banda· αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα]
- μπατανία η [batanía] & πατανία η [patanía] Ο25 : (λαϊκότρ.) είδος κουβέρτας λαϊκής προέλευσης που υφαίνεται με μάλλινο υφάδι και με τέτοιον τρόπο, ώστε να σχηματίζονται διάφορα σχέδια.
[τουρκ. batani(ye) -α (κατά τη λ. κουβέρτα)· αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα]