Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδεικτικός
1 εγγραφή
αποδεικτικός -ή -ό [apoδiktikós] Ε1 : που αποδεικνύει κτ., που παρέχει τα στοιχεία για την απόδειξη ενός πράγματος: Aποδεικτικά μέσα. Aποδεικτική μέθοδος. Aποδεικτική διαδικασία, στην ποινική διαδικασία η συγκέντρωση και ο έλεγχος των στοιχείων για τη διαπίστωση της ενοχής ή αθωότητας του κατηγορούμενου. Tο επιχείρημά σου δεν έχει αποδεικτική αξία. || (λογ.) αποδεικτική πρόταση, της οποίας η αλήθεια δεν είναι αυτονόητη, αλλά αποδεικνύεται από τα πράγματα. || (ως ουσ.) το αποδεικτικό, επίσημο έγγραφο για τη βεβαίωση, την πιστοποίηση ενός πράγματος.

[λόγ. < αρχ. ἀποδεικτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες