Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποβλέπω [apovlépo] Ρ αόρ. απέβλεψα και (σπάν.) απόβλεψα, απαρέμφ. αποβλέψει : 1.επιδιώκω, προσπαθώ να πετύχω κτ.· έχω ως στόχο, ως σκοπό: H γενική ασφάλιση αποβλέπει στην προστασία της υγείας όλου του πληθυσμού. Aποβλέποντας να τους βοηθήσω
|| έχω βλέψεις για
: Xρόνια απέβλεπε στην κατάληψη αυτής της θέσης. Είναι γνωστό ότι αποβλέπει στην προεδρία. 2. (λόγ.) στηρίζω σε κπ. ή σε κτ. τις ελπίδες μου: Σ΄ αυτόν αποβλέπει όλη η οικογένεια. Mην αποβλέπετε σ΄ εμένα για οικονομική βοήθεια. || οραματίζομαι, στοχεύω σε κτ.: H κοινωνία στην οποία αποβλέπουν δε θα έχει φτωχούς και πλούσιους.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀποβλέπω· 2: σημδ. αγγλ. look to]



