Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποβάθρα η [apováθra] Ο25 : μέρος της παραλίας ή του λιμανιού κατάλληλα διαμορφωμένο για την εύκολη επιβίβαση ή αποβίβαση επιβατών, τη φόρτωση ή εκφόρτωση εμπορευμάτων: Ένα θορυβώδες πλήθος από ταξιδιώτες, χαμάληδες και ναύτες συνωστιζόταν στην ~. || H ~ του σιδηροδρομικού σταθμού.
[λόγ. < αρχ. ἀποβάθρα]



