Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαγορευτικός
1 εγγραφή
απαγορευτικός -ή -ό [apaγoreftikós] Ε1 : 1.που απαγορεύει, που εμποδίζει να γίνει κτ.: Aπαγορευτικοί νόμοι. Aπαγορευτικές διατάξεις. Aπαγορευτική πινακίδα. || (γραμμ.) Aπογορευτικά μόρια. || Aπαγορευτικοί δασμοί, πολύ υψηλοί δασμοί που απαγορεύουν την εισαγωγή ενός προϊόντος. 2. (οικ.) για κτ. το οποίο είναι πάνω από τις δυνατότητές μας: Aπαγορευτική τιμή, τόσο υψηλή, ώστε δε μας επιτρέπει την αγορά του συγκεκριμένου προϊόντος.

[λόγ. < ελνστ. ἀπαγορευτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες