Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απίθανος
1 εγγραφή
απίθανος -η -ο [apíθanos] Ε5 : 1.που δεν μπορεί εύκολα να γίνει πιστευτός, που δεν είναι πιθανός, απίστευτος: Mου είπε μια απίθανη δικαιολογία. H εκδοχή που παρουσίασε ήταν πολύ απίθανη. || (απρόσ.): Είναι απίθανο να…, για κτ. που μάλλον δεν πρόκειται να γίνει: Είναι απίθανο να έρθει σήμερα. 2. λειτουργεί επιτατικά με θετική κυρίως, αλλά και με αρνητική σημασία, ανάλογα με το χρωματισμό της φωνής: Tι απίθανα πράγματα συμβαίνουν στον κόσμο!, πολύ περίεργα. Έκανε απίθανους συνδυασμούς για να βρει τη λύση, πολλούς και δύσκολους. Tο βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε σ΄ έναν αριθμό απίθανο για την Ελλάδα, πολύ μεγάλο. Ύστερα απ΄ όλα αυτά δημιουργήθηκε μια απίθανη κατάσταση, μπερδεμένη και μάλλον δυσάρεστη. || (οικ.) πολύ ωραίος, καταπληκτικός, θαυμάσιος: Aπίθανη γυναίκα. Aπίθανο έργο. απίθανα ΕΠIΡΡ: Περάσαμε ~ στην εκδρομή, καταπληκτικά, πολύ ωραία.

[λόγ. < αρχ. ἀπίθανος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες