Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απάγω [apáγo] -ομαι Ρ πρτ. απήγα, αόρ. απήγαγα, απαρέμφ. απαγάγει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. (λόγ.) απήχθη, απήχθησαν, απαρέμφ. απαχθεί : αρπάζω διά της βίας και κρύβω κπ. σε μέρος μυστικό, απαιτώντας ανταλλάγματα για την απελευθέρωσή του: Tρομοκράτες απήγαγαν γνωστό βιομήχανο. || για ερωτικούς λόγους, με ή χωρίς τη θέληση της κοπέλας: Aναγκάστηκε να την απαγάγει, επειδή οι δικοί της δεν τον ήθελαν για γαμπρό, να την κλέψει.
[λόγ. < αρχ. ἀπάγω]
- απαγωγέας ο [apaγojéas] Ο21 : αυτός που απήγαγε κπ., ο δράστης απαγωγής: Οι απαγωγείς του παιδιού ζητούσαν υπέρογκα λύτρα. H κοπέλα είχε συνεννοηθεί με τον απαγωγέα της.
[λόγ. απαγωγ(ή) -εύς > -έας]
- απαγωγή 1 η [apaγojí] Ο29 : η βίαιη αρπαγή και απόκρυψη κάποιου, συνήθ. με σκοπό κάποιο αντάλλαγμα: Tρομοκράτες σχεδίαζαν απαγωγές πολιτικών προσώπων. || για ερωτικούς λόγους: Εκούσια / ακούσια ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀπαγωγή, αρχ. σημ.: `μεταφορά μακριά΄]
- απαγωγή 2 η : (γυμν.) κίνηση που αποβλέπει στην απομάκρυνση των ενωμένων μεταξύ τους χεριών ή ποδιών. ANT προσαγωγή.
[λόγ. < αρχ. ἀπαγωγή `μεταφορά μακριά΄]
- απαγωγή 3 η : (λογ., μαθημ.) εις άτοπον ~, συλλογιστική μέθοδος κατά την οποία αποδεικνύεται η αλήθεια μιας πρότασης με βάση το γεγονός ότι η αντίθετή της είναι ψευδής ή λανθασμένη.
[λόγ. < αρχ. ἀπαγωγή (εἰς τό ἀδύνατον)]
- απαγωγικός -ή -ό [apaγojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην απαγωγή 3, που γίνεται με την εις άτοπον απαγωγή: ~ συλλογισμός. Aπαγωγική απόδειξη.
απαγωγικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. απαγωγ(ή) 3 -ικός]
- απάγωτος -η -ο [apáγotos] Ε5 : που δεν έχει παγώσει, είτε από φυσική αιτία είτε με τεχνητό τρόπο.
[α- 1 παγώ(νω) -τος]



