Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απάγκιος -α -ο [apángos] Ε4 : (οικ.) 1. που προστατεύεται από τον άνεμο και γενικά την κακοκαιρία· απάνεμος: ~ τόπος. Λιμάνι / αραξοβόλι απάγκιο. Bρήκανε ένα μέρος απάγκιο κι αράξανε. 2. (ως ουσ.) το απάγκιο: α. μέρος που δεν το πιάνει ο άνεμος: Έλα να κάτσουμε εδώ στ΄ απάγκιο. Φύτεψα γιασεμί στ΄ απάγκιο. β. (μτφ.) προστασία: Bρήκε απάγκιο στην αγκαλιά του.
[απ(ο)- αρχ. ἄγκ(ος) `χαράδρα΄ -ιος]