Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αορτή
2 εγγραφές [1 - 2]
αορτή η [aortí] Ο29 : (ανατ.) η αρτηρία που ξεκινά από την αριστερή κοιλία της καρδιάς: Θωρακική / κοιλιακή ~. Aνεύρυσμα / στένωση της αορτής.

[λόγ. < αρχ. ἀορτή]

αορτήρας ο [aortíras] Ο2 : λουρί που κρέμεται από τον ώμο και συγκρατεί διάφορα είδη οπλισμού ή κυνηγιού: Ο ~ του όπλου.

[λόγ. < αρχ. ἀορτήρ, αιτ. -ῆρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες