Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αξιο- [aksio] & αξιό- [aksió], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αξι- [aksi], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το επίθ. άξιος ως α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα και τα παράγωγά τους· προσδιορίζει αυτόν που είναι άξιος γι΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό. 1. με β' συνθετικό ρηματικό επίθετο σε -τος: αξιαγάπητος, ~δάκρυτος, ~θαύμαστος, ~θρήνητος, ~κατάκριτος, ~καταφρόνητος, ~κατηγόρητος, ~μακάριστος, ~μελέτητος, αξιόμεμπτος, ~μίσητος. 2. με β' συνθετικό ουσιαστικό: αξιόλογος, αξιόμαχος, αξιόμισθος, αξιόποινος. || ~λογώ· ~λόγηση.
[λόγ. < αρχ. ἀξι(ο)- θ. του επιθ. ἄξιο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ἀξιό-λογος, ελνστ. ἀξιο-καταφρόνητος, μσν. αξιο-σέβαστος & διεθ. axio- < αρχ. ἀξιο-: αξιο-λογία < γαλλ. axiologie & μτφρδ.: αξιο-κρατία < αγγλ. meritocracy]



