Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αξιοποιώ [aksiopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1.εκμεταλλεύομαι τις δυνατότητες που μου παρέχει κτ., έτσι ώστε να αποκομίσω από αυτό τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη, κέρδη κτλ.: Aξιοποίησε όλες τις ευκαιρίες που του δόθηκαν / την περιουσία του. || ~ μια περιοχή. 2. προσφέρω σε κπ. την ευκαιρία να αναπτύξει όλες τις ικανότητες ή τις δυνατότητές του: H βιομηχανική ανάπτυξη αξιοποιεί το σύνολο του εργατικού δυναμικού μιας χώρας. || Πώς θα αξιοποιήσετε τα χαρακτηριστικά του προσώπου σας, πώς θα τα τονίσετε, πώς θα τα αναδείξετε.
[λόγ. αξιο- + -ποιώ μτφρδ. γαλλ. mettre en valeur]



