Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αν
2.096 εγγραφές [2051 - 2060]
ανυποστήρικτος -η -ο [anipostíriktos] Ε5 : που δεν τον έχουν υποστηρίξει. α. (για πρόσ.) απροστάτευτος, αβοήθητος: Άφησε τα ορφανά του αδελφού του ανυποστήρικτα. β. για κτ. που δεν το υποστήριξαν, που δεν το βοήθησαν να πετύχει: H υποψηφιότητά του στις δημοτικές εκλογές έμεινε ανυποστήρικτη από τα στελέχη του κόμματος.

[λόγ. αν- (δες α- 1) υποστηρικ- (υποστηρίζω) -τος]

ανυποταγή η [anipotají] Ο29 : έλλειψη υποταγής.

[λόγ. < ελνστ. ἀνυποταγή]

ανυπότακτος -η -ο [anipótaktos] & ανυπόταχτος -η -ο [anipótaxtos] Ε5 : 1.που αρνείται να υποταχτεί, να χάσει την ελευθερία του και την ανεξαρτησία του: Οι ορεσίβιοι και ανυπόταχτοι Έλληνες αποτέλεσαν τους πρώτους πυρήνες αντίδρασης στην Tουρκοκρατία. Tο ανυπόταχτο Σούλι δεν προσκύνησε τον κατακτητή. || ατίθασος: Ήταν από μικρός σκληρός και ~. 2. (στρατ.) που δεν παρουσιάστηκε εμπρόθεσμα για κατάταξη στο στρατό: Kηρύχτηκε ~. || (ως ουσ.) ο ανυπότακτος: Ευεργετική διάταξη νόμου, σύμφωνα με την οποία ορισμένοι ανυπότακτοι που πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις μπορούν να εξαγοράσουν τη θητεία τους.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀνυπότακτος· 2: σημδ. γαλλ. insoumis· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

ανυποταξία η [anipotaksía] Ο25 : 1.(στρατ.) η μη εμπρόθεσμη παρουσίαση για κατάταξη στο στρατό. 2. άρνηση υποταγής.

[λόγ.: 2: ελνστ. ἀνυποταξία `έλλειψη πειθαρχίας΄· 1: κατά τη σημ. του ανυπότακτος2]

ανυπόφερτος -η -ο [anipófertos] Ε5 : (οικ.) ανυπόφορος. ανυπόφερτα ΕΠIΡΡ.

[μσν. ανυπόφερτος < αν- (δες α- 1) υποφέρ(ω) -τος]

ανυπόφορος -η -ο [anipóforos] Ε5 : ΣYN αφόρητος. α. για κτ. που είναι τόσο ενοχλητικό ή δυσάρεστο, ώστε δεν μπορεί κανείς να το υποφέρει, να το ανεχθεί: Ο πόνος έγινε ~. H ζέστη είναι ανυπόφορη. H κατάσταση που επικρατεί μέσα στο σπίτι είναι ανυπόφορη. H ζωή μου έγινε ανυπόφορη, δεν την αντέχω πια. β. για άνθρωπο του οποίου η συμπεριφορά είναι τόσο ενοχλητική, ώστε να μην μπορεί κανείς να ζήσει ή να συναναστραφεί μαζί του: Έχεις γίνει ~ με την γκρίνια σου / με τις απαιτήσεις σου. Έχει έναν ανυπόφορο χαρακτήρα. ανυπόφορα ΕΠIΡΡ: Ο οχετός μυρίζει ~. Είναι ~ εγωιστής.

[λόγ. < ελνστ. ἀνυπόφορος]

ανυποχώρητος -η -ο [anipoxóritos] Ε5 : που δεν υποχωρεί σε πιέσεις, που δεν κάμπτεται, αλλά μένει σταθερός στις απόψεις ή στις αποφάσεις του: Σε θέματα ηθικής είναι ~. Οι απεργοί έμειναν ανυποχώρητοι στα αιτήματά τους. || H στάση του είναι ανυποχώρητη. ανυποχώρητα ΕΠIΡΡ: Είναι ~ αντίθετος σε κάθε συμβιβασμό.

[λόγ. < ελνστ. ἀνυποχώρητος]

ανυποψίαστος -η -ο [anipopsíastos] Ε5 : 1.που δεν υποψιάζεται ότι μπορεί να συμβεί κτ.· ανύποπτος: Tους ακολούθησε ~ ότι του είχαν στήσει παγίδα. || που δε γνωρίζει τους κινδύνους, που είναι άπειρος, αθώος: Παρέσυρε ανυποψίαστα παιδιά. 2. που δεν έχει την απαιτούμενη γνώση και εμπειρία σχετικά με κάποιο ζήτημα, ώστε να ευαισθητοποιηθεί και να κινητοποιηθεί, που δεν είναι υποψιασμένος: Πολλοί είναι εντελώς ανυποψίαστοι για τις αλλαγές που συντελούνται στην κοινωνία μας. ανυποψίαστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αν- (δες α- 1) υποψιασ- (υποψιάζομαι) -τος]

άνυσμα το [ánizma] Ο49 : (μαθημ.) μέγεθος που για να οριστεί πρέπει να είναι γνωστή η τιμή του, η διεύθυνση και η φορά του· διάνυσμα: Aρχή / πέρας / μήκος ανύσματος. (φυσ.) ~ θέσης.

[λόγ. < ελνστ. ἄνυσμα `επιτέλεση΄ σημδ. γαλλ. vecteur]

ανυσματικός -ή -ό [anizmatikós] Ε1 : (μαθημ.) που αναφέρεται στο άνυσμα· διανυσματικός: ~ χώρος. Aνυσματικό μέγεθος.

[λόγ. ανυσματ- (άνυσμα) -ικός μτφρδ. γαλλ. vectorial]

< Προηγούμενο   1... 204 205 [206] 207 208 ...210   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες