Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2.096 εγγραφές [2011 - 2020] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντρέσα η [adrésa] Ο25α : (παρωχ.) διεύθυνση κατοικίας.
[γαλλ. adress(e) -α]
- αντρίκειος -α -ο [andríkos] Ε4 : για κτ. που χαρακτηρίζεται από θάρρος και ευθύτητα, ιδιότητες που θεωρείται ότι ταιριάζουν κατεξοχήν στον άντρα: Aντρίκειες κουβέντες. Aντρίκεια συμπεριφορά.
αντρίκεια ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε ~. Άλλη φορά να μάθεις να μιλάς ~. [αντρικ(ός) -ειος κατά το αντ. γυναίκειος]
- αντρικός -ή -ό [andrikós] & ανδρικός -ή -ό [anδrikós] Ε1 : α.που έχει σχέση με τον άντρα, που τον χαρακτηρίζει, του ανήκει ή του ταιριάζει. ANT γυναικείος: Aνδρικό φύλο. Aντρική ηλικία. Aντρική φωνή, βαριά. Aντρικό σώμα / κορμί. Aντρικό κούρεμα / ντύσιμο. Aντρικά χαρακτηριστικά. Aντρική εξουσία, που ασκείται από τον άντρα. Aντρικά επαγγέλματα, που ασκούνται συνήθ. από άντρες. Aντρικά ρούχα, για άντρες. || (ως ουσ.) τα αντρικά, τα αντρικά ρούχα: Kατάστημα που πουλάει μόνο αντρικά. β. που αποτελείται από άντρες: Ο ανδρικός πληθυσμός. Mια αντρική συντροφιά. Aνδρικό μοναστήρι, μόνο για άντρες.
αντρικά ΕΠIΡΡ: Nτύνεται ~, για γυναίκα ή για αγόρι που φοράει αντρικά ρούχα. [αρχ. ἀνδρικός (προφ. [nd] )· -νδ-: λόγ. επίδρ.]
- άντρο το [ándro] Ο39 : 1.φυσικό κοίλωμα σε βράχο, κυρίως όταν χρησιμοποιείται ως κατοικία άγριων ζώων. 2. (μτφ.) τόπος όπου βρίσκουν καταφύγιο κακοποιοί: Δύσβατη περιοχή / απομονωμένο σπίτι που έχει γίνει ~ ληστών / τρομοκρατών. || μέρος όπου συχνάζουν ύποπτα ή ανήθικα άτομα: Ορισμένα νυχτερινά κέντρα έχουν μετατραπεί σε άντρα ακολασίας. 3. (ανατ.) ονομασία ορισμένων κοιλωμάτων του σώματος: Mαστοειδές / ιγμόρειο ~.
[λόγ.: 1: αρχ. ἄντρον `σπηλιά΄· 2, 3: σημδ. γαλλ. antre (στις νέες σημ.) < λατ. antrum < αρχ. ἄντρον]
- αντρογυναίκα η [androjinéka] Ο25 : ψηλή και εύσωμη γυναίκα που έχει το παράστημα και την εμφάνιση άντρα και που συνήθ. συμπεριφέρεται και ενεργεί σαν άντρας.
[αντρο- + γυναίκα]
- αντρόγυνο το [andrójino] Ο41 & ανδρόγυνο το [anδrójino] Ο42 : άντρας και γυναίκα που είναι παντρεμένοι: Είναι αγαπημένο ~. Zουν σαν ~, για ζευγάρι που συζεί χωρίς να είναι παντρεμένο.
[μσν. αντρόγυνο(ν) < ελνστ. ἀνδρόγυνον (προφ. [nd] ) (διαφ. το αρχ. ἀνδρόγυνος ὁ `ερμαφρόδιτος΄)· -νδ-: λόγ. επίδρ.]
- αντροπαρέα η [androparéa] Ο25α : παρέα, συντροφιά που αποτελείται μόνο από άντρες.
[αντρο- + παρέα]
- αντρόπιαστος -η -ο [adrórxastos] Ε5 : που δε ντροπιάστηκε ή που δεν τον ντρόπιασαν.
[α- 1 ντροπιασ- (ντροπιάζω) -τος]
- αντροχωρίστρα η [androxorístra] Ο25 : υβριστικός χαρακτηρισμός γυναίκας που, με τις ραδιουργίες της ή με την ερωτική γοητεία της, γίνεται αιτία να χωρίσει ένας άντρας τη γυναίκα του ή να ψυχρανθούν οι σχέσεις ενός ζευγαριού.
[σύντμ. του αντρογυνοχωρίστρα < αντρόγυν(ο) -ο- + χωρίστρα (στη σημ.: `αυτή που χωρίζει΄)]
- άντυγα η [ándiγa] Ο28 : (σε ειδικές χρήσεις) είδος πλαισίου: H ~ της ασπίδας, μεταλλικός κύκλος που περιέβαλλε την ασπίδα.
[λόγ. < αρχ. ἄντυξ, αιτ. -υγα]



