Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2.096 εγγραφές [1951 - 1960] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιτίθεμαι [anditíθeme] Ρ αντιτίθεσαι, αντιτίθεται, αντιτιθέμεθα, αντιτίθεστε, αντιτίθενται, πρτ. γ' πρόσ. αντετίθετο, αντετίθεντο, αόρ. αντιτέθηκα και γ' πρόσ. (λόγ.) αντετέθη, αντετέθησαν, απαρέμφ. αντιτεθεί : (λόγ.) α. έχω αντίθετη άποψη, διαφωνώ με κτ.: H Εκκλησία αντιτίθεται σε αποφάσεις που τις θεωρεί αντικανονικές. Ο αρμόδιος υπουργός αντιτίθεται στην τροποποίηση του νομοσχεδίου. β. για κτ. που έρχεται σε αντίθεση με κτ. άλλο: Aκολουθεί μια τακτική που αντιτίθεται στο πνεύμα του εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης. Yπάρχουν πολλά αντιτιθέμενα συμφέροντα που εμποδίζουν την εφαρμογή του σχεδίου των απαλλοτριώσεων.
[λόγ. < αρχ. ἀντιτίθεμαι `τοποθετούμαι αντίθετα΄ & σημδ. γαλλ. s΄opposer]
- αντίτιμο το [andítimo] Ο42 : 1.το χρηματικό ποσό που δίνεται για την αγορά κάποιου αγαθού ή για την παροχή κάποιας υπηρεσίας: Σου έστειλα το ~ των βιβλίων που μου ταχυδρόμησες. Tο ~ καταβάλλεται με την παράδοση του εμπορεύματος. Οι επιβάτες πρέπει να έχουν το ακριβές ~ του εισιτηρίου. 2. (μτφ.) τίμημα2: Tο ~ της κοινωνικής προβολής είναι πολλές φορές βαρύ.
[λόγ. αντι- + τιμ(ή) -ον μτφρδ. γερμ. Gegenwert (πρβ. μσν. τα αντίτιμα `λύτρα΄, ελνστ. ἀντίτιμος `με ίση αξία΄)]
- αντιτοξικός -ή -ό [anditoksikós] Ε1 : που εξουδετερώνει τις τοξίνες: Ουσίες / φάρμακα με αντιτοξική δράση.
[λόγ. < γαλλ. antitoxique < anti- = αντι- + toxi que = τοξικός]
- αντιτοξίνη η [anditoksíni] Ο30 : (βιολ.) αντίσωμα που παράγει ο οργανισμός για να εξουδετερώσει τη δράση κάποιας τοξίνης ή κάποιου μικροβίου.
[λόγ. < γαλλ. antitoxine < anti- = αντι- + toxine = τοξίνη]
- αντιτορπιλικός -ή -ό [anditorpilikós] Ε1 : που προστατεύει από τις τορπίλες. || (ως ουσ.) το αντιτορπιλικό, πολεμικό πλοίο με ειδικό εξοπλισμό, κατάλληλο για την καταδίωξη τορπιλοβόλων ή για την απόκρουση τορπιλών.
[λόγ. αντι- + τορπίλ(η) -ικός μτφρδ. γαλλ. contre-torpilleur]
- αντιτράστ [anditrást] Ε (άκλ.) : που έχει σκοπό τον περιορισμό των τραστ (των μονοπωλίων): Nόμος ~.
[λόγ. < αγγλ. antitrast (anti- = αντι-)]
- αντιτρομοκρατικός -ή -ό [anditromokratikós] Ε1 : που έχει ως σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας: Aντιτρομοκρατική δράση / υπηρεσία.
[λόγ. αντι- + τρομοκρατικός μτφρδ. αγγλ. antiterrorist (anti- = αντι-)]
- αντίτυπο το [andítipo] Ο42 : καθένα από τα πολλά αντίγραφα στα οποία τυπώνεται ένα βιβλίο, ένα περιοδικό κτλ.: Tο βιβλίο εκδόθηκε / η πρώτη έκδοση έγινε σε δύο χιλιάδες αντίτυπα. Aριθμημένο / ελαττωματικό ~. Έχουν πουληθεί ελάχιστα αντίτυπα. Για να καλυφθούν τα έξοδα της έκδοσης πρέπει να πουληθούν περίπου χίλια αντίτυπα.
[λόγ. < ελνστ. ἀντίτυπον `αντίγραφο, αναπαράσταση΄ ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἀντίτυπος `που αποκρούεται΄, σημδ. αγγλ. copy]
- αντιτυφικός -ή -ό [anditifikós] Ε1 : (ιατρ.) που προλαβαίνει ή που καταπολεμά τον τύφο: Aντιτυφικό εμβόλιο. Aντιτυφική θεραπεία.
[λόγ. < γαλλ. antityphique < anti- = αντι- + typhique = τύφ(ος) -ικός]
- αντιύλη η [andiíli] Ο25 : (φυσ.) ύλη που την αποτελούν σωματίδια με ηλεκτρικά φορτία αντίθετα από αυτά της κανονικής ύλης.
[λόγ. αντι- + ύλη μτφρδ. αγγλ. antimatter (anti- = αντι-)]



